Δύο ιδέες, ένα δίδαγμα
Οι προοδευτικές δυνάμεις έχουν χρέος να υπερασπίζονται τους δημοκρατικούς θεσμούς
ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΤΣΙΜΑ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: 10 Ιανουαρίου 2009
Τον Μάιο του 1977, έναν ακριβώς χρόνο πριν από την απαγωγή και δολοφονία του Άλντο Μόρο κι ενώ η Ιταλία βυθιζόταν στο δράμα των «μολυβένιων χρόνων» της, στην «Ουνιτά», την εφημερίδα του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, δημοσιεύτηκε ένα άρθρο που προκάλεσε θύελλα συζητήσεων καθώς έθετε ένα τολμηρό για την εποχή ερώτημα: «Είναι δυνατόν να διακρίνουμε το δημοκρατικό κράτος από το σύστημα εξουσίας (αυτό που κάποιοι ονομάζουν «καθεστώς») το οποίο κυριαρχεί τα τελευταία 30 χρόνια;».
Και η απάντηση ήταν πως, παρά την προφανή δυσκολία να ξεχωρίσει κανείς το δημοκρατικό κράτος, τους δημοκρατικούς θεσμούς, από ένα σύστημα εξουσίας που κυριαρχεί επί των θεσμών αυτών, συμφύεται με παρασιτικούς και αυταρχικούς δεσμούς και τους υποτάσσει, η διάκριση αυτή και μπορεί και πρέπει να γίνεται.
Η αμφισβήτηση του «καθεστώτος», συνεπώς, υποστήριζε η «Ουνιτά», δεν έπρεπε να επιτραπεί να μεταφραστεί σε αμφισβήτηση (και μάλιστα βίαιη) του ίδιου του δημοκρατικού κράτους. Αντίθετα, η σθεναρή υπεράσπιση του δημοκρατικού κράτους αποτελεί προϋπόθεση της απελευθέρωσής του από τα παρασιτικά και αυταρχικά δεσμά που το περιορίζουν και το αφυδατώνουν. Και η δημοκρατική μεταρρύθμιση του κράτους είναι η προϋπόθεση αποτελεσματικής υπεράσπισής του έναντι εκείνων που το αμφισβητούν στην πράξη, και μάλιστα διά πυρός και σιδήρου. Όλα αυτά ηχούν σαν παλιοκαιρισμένες συζητήσεις άλλων εποχών. Ήταν μια εποχή όπου τα μεγάλα προτάγματα που κίνησαν την Ιστορία και φλόγισαν τα μυαλά των ανθρώπων του 20ού αιώνα ήταν ακόμη ολοζώντανα. Κι ήταν μια χώρα, η Ιταλία, που είχε ζήσει το δικό της 1968, τη Μεγάλη Αναστάτωση, και περιδινιζόταν σε έναν κύκλο βίας όπου, από τη μια πλευρά, μαύρες φασιστικές οργανώσεις (συχνά με τη χρηματοδότηση και καθοδήγηση αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών) έβαζαν βόμβες σε πλατείες σκοτώνοντας εκατοντάδες ανθρώπους για να δημιουργήσουν τον φόβο μιας επικείμενης «κομμουνιστικής ανταρσίας» και, από την άλλη, το κόκκινο «κόμμα των όπλων» στρατολογούσε μέλη από τις πυκνές γραμμές των απογοητευμένων νέων οι οποίοι από το Μεγάλο Κίνημα όδευαν προς το Μεγάλο Riflusso - από τον πυρετό των καταλήψεων και των κινημάτων αντικουλτούρας, τύπου «μητροπολιτικών Ινδιάνων», προς την ιδιώτευση και την εγκατάλειψη κάθε συλλογικής δράσης- και όπλιζε το χέρι τους για έναν κύκλο «πολιτικών» δολοφονιών που θα έκοβαν, υποτίθεται, δρόμο προς την επανάσταση. «Ξεκινήσαμε για την κατάκτηση ενός νέου κόσμου, χωρίς να καταλαβαίνουμε ότι απλώς βοηθούσαμε στη στερέωση του παλιού», θα γράψει αργότερα ένας από τους ηγέτες του «κόμματος των όπλων».
Ούτε η εποχή ούτε οι συνθήκες ούτε το ιδεολογικό κλίμα έχουν αναλογία με όσα ζούμε σήμερα. Κι όμως, για κάποιο λόγο οι συζητήσεις που ξέσπασαν αυτές τις ημέρες, οι αντιπαραθέσεις που προκάλεσαν οι κινητοποιήσεις του Δεκέμβρη και οι πυροβολισμοί του Γενάρη με έκαναν να θυμηθώ και να ανασύρω από το αρχείο εκείνο το άρθρο της «Ουνιτά» και τις συζητήσεις που είχε προκαλέσει με την αίσθηση πως- αν και οι συνθήκες είναι τελείως διαφορετικές- κάτι από εκείνον τον παλιό διάλογο γίνεται ξανά επίκαιρο.
Η ιδέα, για παράδειγμα, πως οι προοδευτικές δυνάμεις, η Αριστερά προπάντων, έχουν χρέος να υπερασπίζονται τους δημοκρατικούς θεσμούς από κάθε τύπου βίαιη αμφισβήτηση ώστε να μπορούν να επιδιώκουν τη μεταρρύθμισή τους. Η ιδέα επίσης πως, όταν θεσμοί της δημοκρατίας αμφισβητούνται, η απάντηση δεν μπορεί να είναι η έμφοβη και συντηρητική περιχαράκωση, αλλά η μεταρρύθμισή τους επί το δημοκρατικότερον, η ενίσχυση της κοινωνικής τους νομιμοποίησης. Και το πικρό δίδαγμα της ιταλικής εμπειρίας των χρόνων του ΄70 (που έχει επαναληφθεί πολλές φορές σε πολλές χώρες): αν η Αριστερά δεν καταφέρει να μεταφράσει ένα αυθόρμητο νεανικό κίνημα, που σαν λάβα ηφαιστείου απλώνεται ύστερα από μια ξαφνική έκρηξη, σε ένα συγκροτημένο πολιτικό όραμα, σε ένα μεταρρυθμιστικό σχέδιο, τότε η μοιραία εξέλιξη είναι το εκκρεμές να κινηθεί από την υπερθέρμανση στον πάγο, από τη συλλογική υπερδραστηριότητα στην ιδιώτευση, στο μοιραίο riflusso, αφήνοντας ενίοτε πίσω του και τα ξέφτια μιας βίαιης απελπισίας, η οποία με την ελπίδα ενός νέου κόσμου στερεώνει τον παλιό.
Η αμφισβήτηση του «καθεστώτος»- υποστήριζε η «Ουνιτά» τον Μάιο του 1977- δεν έπρεπε να επιτραπεί να μεταφραστεί σε αμφισβήτηση (και μάλιστα βίαιη) του ίδιου του δημοκρατικού κράτους
ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΤΣΙΜΑ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: 10 Ιανουαρίου 2009
Τον Μάιο του 1977, έναν ακριβώς χρόνο πριν από την απαγωγή και δολοφονία του Άλντο Μόρο κι ενώ η Ιταλία βυθιζόταν στο δράμα των «μολυβένιων χρόνων» της, στην «Ουνιτά», την εφημερίδα του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, δημοσιεύτηκε ένα άρθρο που προκάλεσε θύελλα συζητήσεων καθώς έθετε ένα τολμηρό για την εποχή ερώτημα: «Είναι δυνατόν να διακρίνουμε το δημοκρατικό κράτος από το σύστημα εξουσίας (αυτό που κάποιοι ονομάζουν «καθεστώς») το οποίο κυριαρχεί τα τελευταία 30 χρόνια;».
Και η απάντηση ήταν πως, παρά την προφανή δυσκολία να ξεχωρίσει κανείς το δημοκρατικό κράτος, τους δημοκρατικούς θεσμούς, από ένα σύστημα εξουσίας που κυριαρχεί επί των θεσμών αυτών, συμφύεται με παρασιτικούς και αυταρχικούς δεσμούς και τους υποτάσσει, η διάκριση αυτή και μπορεί και πρέπει να γίνεται.
Η αμφισβήτηση του «καθεστώτος», συνεπώς, υποστήριζε η «Ουνιτά», δεν έπρεπε να επιτραπεί να μεταφραστεί σε αμφισβήτηση (και μάλιστα βίαιη) του ίδιου του δημοκρατικού κράτους. Αντίθετα, η σθεναρή υπεράσπιση του δημοκρατικού κράτους αποτελεί προϋπόθεση της απελευθέρωσής του από τα παρασιτικά και αυταρχικά δεσμά που το περιορίζουν και το αφυδατώνουν. Και η δημοκρατική μεταρρύθμιση του κράτους είναι η προϋπόθεση αποτελεσματικής υπεράσπισής του έναντι εκείνων που το αμφισβητούν στην πράξη, και μάλιστα διά πυρός και σιδήρου. Όλα αυτά ηχούν σαν παλιοκαιρισμένες συζητήσεις άλλων εποχών. Ήταν μια εποχή όπου τα μεγάλα προτάγματα που κίνησαν την Ιστορία και φλόγισαν τα μυαλά των ανθρώπων του 20ού αιώνα ήταν ακόμη ολοζώντανα. Κι ήταν μια χώρα, η Ιταλία, που είχε ζήσει το δικό της 1968, τη Μεγάλη Αναστάτωση, και περιδινιζόταν σε έναν κύκλο βίας όπου, από τη μια πλευρά, μαύρες φασιστικές οργανώσεις (συχνά με τη χρηματοδότηση και καθοδήγηση αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών) έβαζαν βόμβες σε πλατείες σκοτώνοντας εκατοντάδες ανθρώπους για να δημιουργήσουν τον φόβο μιας επικείμενης «κομμουνιστικής ανταρσίας» και, από την άλλη, το κόκκινο «κόμμα των όπλων» στρατολογούσε μέλη από τις πυκνές γραμμές των απογοητευμένων νέων οι οποίοι από το Μεγάλο Κίνημα όδευαν προς το Μεγάλο Riflusso - από τον πυρετό των καταλήψεων και των κινημάτων αντικουλτούρας, τύπου «μητροπολιτικών Ινδιάνων», προς την ιδιώτευση και την εγκατάλειψη κάθε συλλογικής δράσης- και όπλιζε το χέρι τους για έναν κύκλο «πολιτικών» δολοφονιών που θα έκοβαν, υποτίθεται, δρόμο προς την επανάσταση. «Ξεκινήσαμε για την κατάκτηση ενός νέου κόσμου, χωρίς να καταλαβαίνουμε ότι απλώς βοηθούσαμε στη στερέωση του παλιού», θα γράψει αργότερα ένας από τους ηγέτες του «κόμματος των όπλων».
Ούτε η εποχή ούτε οι συνθήκες ούτε το ιδεολογικό κλίμα έχουν αναλογία με όσα ζούμε σήμερα. Κι όμως, για κάποιο λόγο οι συζητήσεις που ξέσπασαν αυτές τις ημέρες, οι αντιπαραθέσεις που προκάλεσαν οι κινητοποιήσεις του Δεκέμβρη και οι πυροβολισμοί του Γενάρη με έκαναν να θυμηθώ και να ανασύρω από το αρχείο εκείνο το άρθρο της «Ουνιτά» και τις συζητήσεις που είχε προκαλέσει με την αίσθηση πως- αν και οι συνθήκες είναι τελείως διαφορετικές- κάτι από εκείνον τον παλιό διάλογο γίνεται ξανά επίκαιρο.
Η ιδέα, για παράδειγμα, πως οι προοδευτικές δυνάμεις, η Αριστερά προπάντων, έχουν χρέος να υπερασπίζονται τους δημοκρατικούς θεσμούς από κάθε τύπου βίαιη αμφισβήτηση ώστε να μπορούν να επιδιώκουν τη μεταρρύθμισή τους. Η ιδέα επίσης πως, όταν θεσμοί της δημοκρατίας αμφισβητούνται, η απάντηση δεν μπορεί να είναι η έμφοβη και συντηρητική περιχαράκωση, αλλά η μεταρρύθμισή τους επί το δημοκρατικότερον, η ενίσχυση της κοινωνικής τους νομιμοποίησης. Και το πικρό δίδαγμα της ιταλικής εμπειρίας των χρόνων του ΄70 (που έχει επαναληφθεί πολλές φορές σε πολλές χώρες): αν η Αριστερά δεν καταφέρει να μεταφράσει ένα αυθόρμητο νεανικό κίνημα, που σαν λάβα ηφαιστείου απλώνεται ύστερα από μια ξαφνική έκρηξη, σε ένα συγκροτημένο πολιτικό όραμα, σε ένα μεταρρυθμιστικό σχέδιο, τότε η μοιραία εξέλιξη είναι το εκκρεμές να κινηθεί από την υπερθέρμανση στον πάγο, από τη συλλογική υπερδραστηριότητα στην ιδιώτευση, στο μοιραίο riflusso, αφήνοντας ενίοτε πίσω του και τα ξέφτια μιας βίαιης απελπισίας, η οποία με την ελπίδα ενός νέου κόσμου στερεώνει τον παλιό.
Η αμφισβήτηση του «καθεστώτος»- υποστήριζε η «Ουνιτά» τον Μάιο του 1977- δεν έπρεπε να επιτραπεί να μεταφραστεί σε αμφισβήτηση (και μάλιστα βίαιη) του ίδιου του δημοκρατικού κράτους
Σχόλια
για τα συντροφικα δρωμενα στο δημο
δεν σχολιασε ο τσιμας τιποτα.