Για 1.500 ευρώ...
Μπορεί κανείς να φανταστεί ένα σχολείο ή πανεπιστήμιο που με μαγικό τρόπο θα αλλάξει τόσο, ώστε να γίνει άξιο χρηματοδότησης;
Του ΠΑΥΛΟΥ ΤΣΙΜΑ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: 24 Ιανουαρίου 2009
Συζητήσεις σαν τη χθεσινή στη Βουλή περί Παιδείας έχουν γίνει πολλές. Διαδηλώσεις σαν εκείνες που οργάνωσε η εκπαιδευτική κοινότητα χθες έξω από την εν προσχηματικώ διαλόγω Βουλή, επίσης. Και εκκλήσεις σαν του σημερινού υπουργού Παιδείας προς την αντιπολίτευση να προσέλθει σε διάλογο έχουν απευθυνθεί τόσες όσοι και οι υπουργοί της μεταπολίτευσης- 26, αν τους μετρώ σωστά.
Το αποτέλεσμα όλης αυτής της διαχρονικής πολιτικής χορογραφίας είναι τόσο αξιοθρήνητο, ώστε δεν μπορεί να μένει αμφιβολία πως και ο τρόπος που συζητάμε για τα εκπαιδευτικά και ο τρόπος που ενεργούμε πρέπει να αλλάξουν. Αλλά πώς;
Ως προσεκτικός, όχι ειδικός και συχνά εν μετρία συγχύσει, ακροατής όλων αυτών των συζητήσεων όλα αυτά τα χρόνια, έχω συνοψίσει τις πολλές απορίες μου σε μία. Απλή, απλούστατη και - νομίζω- κρίσιμη: τι νόημα έχει όλη αυτή η συζήτηση, αν προηγουμένως δεν έχει εξασφαλιστεί η αλλαγή του επιπέδου δημόσιας δαπάνης για την Παιδεία;
Ακούμε συχνά (το είπε και ο σημερινός Πρωθυπουργός) ότι περισσότερα λεφτά για τα σημερινά εκπαιδευτικά ιδρύματα θα ήταν πεταμένα λεφτά, πως χρηματοδότηση δίχως προηγουμένως να γίνει μεταρρύθμιση είναι μάταιη. Αλλά μπορεί κανείς να φανταστεί ένα σχολείο ή πανεπιστήμιο που με μαγικό τρόπο (ή με το υλικό με το οποίο κατά τη γνωστή ρήση δεν βάφονται ούτε αυγά) θα αλλάξει τόσο, ώστε να γίνει άξιο χρηματοδότησης; Και μπορεί κανείς να διανοηθεί ότι με το σημερινό επίπεδο υλικών και ηθικών κινήτρων θα στρατευθεί ο εκπαιδευτικός κόσμος να υπηρετήσει κάποιο- ένα ακόμη- «μεγαλόπνοο» μεταρρυθμιστικό σχέδιο;
Ένας καθηγητής μαθηματικών έκανε τον εξής απλό υπολογισμό, συνυπολογίζοντας το ΑΕΠ κάθε χώρας, για το ποσοστό που ο προϋπολογισμός της χώρας προορίζει για την Παιδεία και τον πληθυσμό της: η Φινλανδία (η οποία έρχεται πρώτη στις διεθνείς εκπαιδευτικές αξιολογήσεις και έχει μικρότερο ΑΕΠ από εμάς) δαπανά περίπου 2.300 ευρώ κατά κεφαλήν για την Παιδεία της. Η Ελλάδα (η οποία στις ίδιες αξιολογήσεις κατατάσσεται 38η) δαπανά 576 ευρώ για κάθε της κάτοικο.
Μας χωρίζουν από την τυπικά καλύτερη στα εκπαιδευτικά χώρα του κόσμου κάτι περισσότερο από 1.500 ευρώ κατά κεφαλήν. Τα οποία συμπληρώνει, βεβαίως, η στραβή η κεφαλή μας από το υστέρημά της και με το παραπάνω.
Η πληθωρική ιδιωτική δαπάνη- τα δίδακτρα των ιδιωτικών σχολείων, τα φροντιστήρια και τα ιδιαίτερα και τα τροφεία για τις σπουδές μερικών δεκάδων χιλιάδων νέων σε πανεπιστήμια του εξωτερικού- αν αθροιστεί με την πενιχρή δημόσια δαπάνη, ξεπερνά ίσως και της Φινλανδίας και όλων των άλλων χωρών. Αλλά αυτά είναι πραγματικά «πεταμένα λεφτά». Η πιο στρεβλή (και παραγωγός στρεβλώσεων) και ανορθολογική (και παραγωγός ανορθολογικών καταστάσεων και αγκυλώσεων και συντεχνιακών εμπλοκών) επένδυση που μπορεί να κάνει ένα έθνος για το μέλλον του.
Αν δεν αρχίσουμε από εκεί, αν δεν επιτύχουμε μια ριζική ανακατανομή της δημόσιας και της ιδιωτικής δαπάνης για την Παιδεία, αν τα σημερινά «πεταμένα λεφτά» δεν γίνουν ορθολογική δημόσια δαπάνη, τι νόημα έχει να σπαταλάμε σάλιο και χρόνο συζητώντας για νέα συστήματα εισαγωγικών εξετάσεων και άλλες τρίχες; Κι αν η σημερινή οικονομική κρίση έχει- κατά γενική πλέον ομολογία- μόνο αντίδοτο την εκτίναξη των δημοσίων επενδύσεων, μπορεί κανείς να σκεφτεί αποδοτικότερη και επωφελέστερη επένδυση από εκείνη στην Παιδεία;
Τα υπόλοιπα- οι προτεραιότητες των εκπαιδευτικών επενδύσεων και οι γενικοί στόχοι της Παιδείας, τα αναλυτικά προγράμματα, τα εξεταστικά συστήματα και όλα τα άλλα- είναι ευκολότερο να συζητηθούν. Αρκεί- κι αυτό είναι το δεύτερο πράγμα που νομίζω πως έμαθα παρακολουθώντας τόσα χρόνια αυτόν τον ατέρμονα περί Παιδείας διάλογο- να κρατηθούν οι πολιτικοί όσο γίνεται έξω από τον διάλογο αυτό. Γιατί αν η μία πληγή του ελληνικού σχολείου και του ελληνικού πανεπιστημίου είναι η υποχρηματοδότησή του, η άλλη (και χειρότερη) είναι η υπαγωγή του στο πολιτικό-πελατειακό ιμπέριουμ του ελληνικού κομματικού συστήματος. Η φεουδαρχικού τύπου υπαγωγή κάθε εκπαιδευτικής μονάδας στην υδροκεφαλική και ανορθολογική δυναστεία του υπουργείου, της γραφειοκρατίας του και των πελατειακών του δικτύων.
Του ΠΑΥΛΟΥ ΤΣΙΜΑ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: 24 Ιανουαρίου 2009
Συζητήσεις σαν τη χθεσινή στη Βουλή περί Παιδείας έχουν γίνει πολλές. Διαδηλώσεις σαν εκείνες που οργάνωσε η εκπαιδευτική κοινότητα χθες έξω από την εν προσχηματικώ διαλόγω Βουλή, επίσης. Και εκκλήσεις σαν του σημερινού υπουργού Παιδείας προς την αντιπολίτευση να προσέλθει σε διάλογο έχουν απευθυνθεί τόσες όσοι και οι υπουργοί της μεταπολίτευσης- 26, αν τους μετρώ σωστά.
Το αποτέλεσμα όλης αυτής της διαχρονικής πολιτικής χορογραφίας είναι τόσο αξιοθρήνητο, ώστε δεν μπορεί να μένει αμφιβολία πως και ο τρόπος που συζητάμε για τα εκπαιδευτικά και ο τρόπος που ενεργούμε πρέπει να αλλάξουν. Αλλά πώς;
Ως προσεκτικός, όχι ειδικός και συχνά εν μετρία συγχύσει, ακροατής όλων αυτών των συζητήσεων όλα αυτά τα χρόνια, έχω συνοψίσει τις πολλές απορίες μου σε μία. Απλή, απλούστατη και - νομίζω- κρίσιμη: τι νόημα έχει όλη αυτή η συζήτηση, αν προηγουμένως δεν έχει εξασφαλιστεί η αλλαγή του επιπέδου δημόσιας δαπάνης για την Παιδεία;
Ακούμε συχνά (το είπε και ο σημερινός Πρωθυπουργός) ότι περισσότερα λεφτά για τα σημερινά εκπαιδευτικά ιδρύματα θα ήταν πεταμένα λεφτά, πως χρηματοδότηση δίχως προηγουμένως να γίνει μεταρρύθμιση είναι μάταιη. Αλλά μπορεί κανείς να φανταστεί ένα σχολείο ή πανεπιστήμιο που με μαγικό τρόπο (ή με το υλικό με το οποίο κατά τη γνωστή ρήση δεν βάφονται ούτε αυγά) θα αλλάξει τόσο, ώστε να γίνει άξιο χρηματοδότησης; Και μπορεί κανείς να διανοηθεί ότι με το σημερινό επίπεδο υλικών και ηθικών κινήτρων θα στρατευθεί ο εκπαιδευτικός κόσμος να υπηρετήσει κάποιο- ένα ακόμη- «μεγαλόπνοο» μεταρρυθμιστικό σχέδιο;
Ένας καθηγητής μαθηματικών έκανε τον εξής απλό υπολογισμό, συνυπολογίζοντας το ΑΕΠ κάθε χώρας, για το ποσοστό που ο προϋπολογισμός της χώρας προορίζει για την Παιδεία και τον πληθυσμό της: η Φινλανδία (η οποία έρχεται πρώτη στις διεθνείς εκπαιδευτικές αξιολογήσεις και έχει μικρότερο ΑΕΠ από εμάς) δαπανά περίπου 2.300 ευρώ κατά κεφαλήν για την Παιδεία της. Η Ελλάδα (η οποία στις ίδιες αξιολογήσεις κατατάσσεται 38η) δαπανά 576 ευρώ για κάθε της κάτοικο.
Μας χωρίζουν από την τυπικά καλύτερη στα εκπαιδευτικά χώρα του κόσμου κάτι περισσότερο από 1.500 ευρώ κατά κεφαλήν. Τα οποία συμπληρώνει, βεβαίως, η στραβή η κεφαλή μας από το υστέρημά της και με το παραπάνω.
Η πληθωρική ιδιωτική δαπάνη- τα δίδακτρα των ιδιωτικών σχολείων, τα φροντιστήρια και τα ιδιαίτερα και τα τροφεία για τις σπουδές μερικών δεκάδων χιλιάδων νέων σε πανεπιστήμια του εξωτερικού- αν αθροιστεί με την πενιχρή δημόσια δαπάνη, ξεπερνά ίσως και της Φινλανδίας και όλων των άλλων χωρών. Αλλά αυτά είναι πραγματικά «πεταμένα λεφτά». Η πιο στρεβλή (και παραγωγός στρεβλώσεων) και ανορθολογική (και παραγωγός ανορθολογικών καταστάσεων και αγκυλώσεων και συντεχνιακών εμπλοκών) επένδυση που μπορεί να κάνει ένα έθνος για το μέλλον του.
Αν δεν αρχίσουμε από εκεί, αν δεν επιτύχουμε μια ριζική ανακατανομή της δημόσιας και της ιδιωτικής δαπάνης για την Παιδεία, αν τα σημερινά «πεταμένα λεφτά» δεν γίνουν ορθολογική δημόσια δαπάνη, τι νόημα έχει να σπαταλάμε σάλιο και χρόνο συζητώντας για νέα συστήματα εισαγωγικών εξετάσεων και άλλες τρίχες; Κι αν η σημερινή οικονομική κρίση έχει- κατά γενική πλέον ομολογία- μόνο αντίδοτο την εκτίναξη των δημοσίων επενδύσεων, μπορεί κανείς να σκεφτεί αποδοτικότερη και επωφελέστερη επένδυση από εκείνη στην Παιδεία;
Τα υπόλοιπα- οι προτεραιότητες των εκπαιδευτικών επενδύσεων και οι γενικοί στόχοι της Παιδείας, τα αναλυτικά προγράμματα, τα εξεταστικά συστήματα και όλα τα άλλα- είναι ευκολότερο να συζητηθούν. Αρκεί- κι αυτό είναι το δεύτερο πράγμα που νομίζω πως έμαθα παρακολουθώντας τόσα χρόνια αυτόν τον ατέρμονα περί Παιδείας διάλογο- να κρατηθούν οι πολιτικοί όσο γίνεται έξω από τον διάλογο αυτό. Γιατί αν η μία πληγή του ελληνικού σχολείου και του ελληνικού πανεπιστημίου είναι η υποχρηματοδότησή του, η άλλη (και χειρότερη) είναι η υπαγωγή του στο πολιτικό-πελατειακό ιμπέριουμ του ελληνικού κομματικού συστήματος. Η φεουδαρχικού τύπου υπαγωγή κάθε εκπαιδευτικής μονάδας στην υδροκεφαλική και ανορθολογική δυναστεία του υπουργείου, της γραφειοκρατίας του και των πελατειακών του δικτύων.
Σχόλια