Μια φορά κι έναν καιρό σε κάποιο φανταστικό μακρινό χωριό που το έλεγαν Αλλάδα ζούσαν είκοσι οικογένειες . Η οικογένεια του Αγροτίδη (πολύτεκνος) , του Εργατίδη (πολύτεκνος) , του Δημοσυπαλληλίδη (πολύτεκνος με πολλά υιοθετημένα) , του Μπατσόπουλου-Στρατή, του Δάσκαλου, του Μεταπράτη, του Εμποράκη, του Ελευθεπαγγελματίδη , του Μπακαλάκη, του Βιομηχανίδη (μοναχογιός) , του Εφοπλιστή ( μοναχογιός) , του Τραπεζάκη( άτεκνος) , του Πολιτικού (με πολλά υιοθετημένα), του Επιτροπέα, του Εργολάβου , του Προμηθέα, του Δικαίου , του Απόμαχου και φυσικά όπως σε κάθε χωριό, η οικογένεια του Παπά και η Κουτσομπόλα, χήρα από πολύ νέα , που λιγουρεύονταν κατά καιρούς τα παιδιά όλων και έκανε τα στραβά μάτια σε όσους την καλόπιαναν ή ξεκατίνιαζε, δίκαια ή άδικα , όσους δεν ενέδιδαν στα θέλγητρά της. Η καθεμιά απ΄ αυτές είχε συγκεκριμένο ρόλο στο χωριό. Η οικογένεια Αγροτίδη φρόντιζε να παράγει ότι χρειάζονταν για να τρέφονται οι άνθρωποι και τα ζώα του χωριού. Από το στάρι για το ψωμί...